φρυγάνων

φρυγάνων
φρῡγάνων , φρύγανον
dry stick
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Antiguo idioma macedonio — Este artículo trata del idioma usado en la antigüedad. Para el idioma eslavo moderno, no relacionado, véase idioma macedonio y para su antepasado, véase Antiguo eslavo eclesiástico. Antiguo macedonio ? Hablado en Reino de Macedonia Región Sureste …   Wikipedia Español

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Древний македонский язык — Древнемакедонский язык Страны: Древняя Македония Вымер: к III веку до н.э. вытеснен древнегреческим языком Классификация Категория: Языки Евразии Индоевропейская се …   Википедия

  • καρκαρίς — καρκαρίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) φορτίο ξύλων ή φρυγάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. τ. τού καγκανίς] …   Dictionary of Greek

  • κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… …   Dictionary of Greek

  • λαχανισμός — λαχανισμός, ὁ (Α) [λαχανίζω] 1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.) 2. (για ίππο) η βρώση χόρτων …   Dictionary of Greek

  • παραφρυγανισμός — ὁ, Α [παραφρυγανίπαραφρυγανισμός ζω] η ανύψωση τών οχθών ενός οχετού με συσσώρευση φρύγανων και χώματος, η ενίσχυση τού προχώματος μιας διώρυγας με πλέγμα ξύλων …   Dictionary of Greek

  • συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… …   Dictionary of Greek

  • φάσκωλος — ὁ, ΜΑ μικρός δερμάτινος σάκος ή τσέπη ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία εμφανίζει επίθημα ωλο (πρβλ. εἴδ ωλο ν). Έχει γίνει προσπάθεια να ερμηνευθεί η λ. με την αναγωγή της σε κάποια ΙΕ ρίζα: κατά μία άποψη, σε ρίζα *bhasko «δεσμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”